ἀσφάλεια

ἀσφάλεια
ἀσφάλ-εια [pron. full] [φᾰ], gen. ας, [dialect] Ion. ης, , ([etym.] ἀσφᾰλής)
A security against stumbling or falling,

ἀ. πρὸς τὸν πηλόν Th.3.22

; steadfastness, stability, ἀσφαλείᾳ . . ἀνόρθωσον πόλιν raise up the city so that it stand fast, S. OT51;

κατασκευάζειν τὴν [τῆς πολιτείας] ἀ. Arist.Pol.1319b39

.
2 assurance from danger, personal safety, A.Supp.495, etc.;

τηρεῖν ἀ. ἐπιβουλῆς Antipho 2.2.8

; ἀ. τῆς ἐπαναφορᾶς precaution regarding it, And.3.33, cf. Th.4.68, 8.4; ἡ ἰδία ἀ., opp. ὁ τῆς πόλεως κίνδυνος, Lys. 31.7;

δεηθεὶς τῆς ἀ. ἔτυχε

safe-conduct,

Hdt.3.7

; ἀ. διδόναι, παρέχειν, X.HG2.2.2, Cyr.4.5.28: freq. with Preps.,

ἀσφαλείης εἵνεκεν Hdt.4.33

;

ἀσφαλείας οὕνεκα Ar.Av.293

;

δι' ἀσφαλείας τὰς πόλεις οἰκεῖν Th. 1.17

; τὸ σῶμ' ἐν ἀσφαλείᾳ καθιστάναι, καθεστάναι, Isoc.9.30, X.Hier. 2.10; κατ' ἀσφάλειαν in safety, Th.4.128;

μετ' ἀσφαλείας Id.1.120

, Pl. Ti.50b: pl.,

ἀσφάλειαι

seasons of safety,

Isoc.8.21

.
3 caution,

σῴζονται ὑπ' ἀσφαλείας Alciphr.1.10

, cf. Heliod.(?)ap.Orib.46.11.27 and 14.4: in Lit. Crit., circumspection, Demetr.Eloc.287.
4 assurance, certainty,

ἀ. πολλὴ μὴ ἂν ἐλθεῖν αὐτούς Th.2.11

; ἀ. ἐργάζεσθαι τὴν γῆν security for agriculture, X.Cyr.7.4.5.
5 ἀ. λόγου convincing nature, certainty of an argument, Id.Mem.4.6.15, cf. Ev.Luc. 1.4.
6 as law-term, security, bond, Arr.Epict.2.13.7; pledge, BGU1149.24 (i B. C.): in pl., = Lat. cautiones, Just.Nov.72.6.
7 Pythag. name for eight, Theol.Ar.56.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀσφαλεία — ἀσφαλείᾱ , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλείᾳ — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφάλεια — security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …   Dictionary of Greek

  • ασφάλεια — η 1. βεβαιότητα, σιγουριά: Στον τόπο που ζούσε δεν ένιωθε ασφάλεια. 2. έλλειψη κινδύνου: Στη διάρκεια του πολέμου δεν υπάρχει ασφάλεια. 3. κρατική υπηρεσία για τη δημόσια τάξη, τα όργανά της και το οίκημα που αυτή είναι εγκαταστημένη: Πήγα στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀσφάλεια — Ἀσφάλειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφάλεια, ηλεκτρική — Όργανο προστασίας των ηλεκτρικών κυκλωμάτων και συσκευών από τις βλάβες που μπορεί να προκαλέσει η δίοδος μέσα από αυτά ενός ρεύματος που έχει ένταση μεγαλύτερη από αυτήν για την οποία έχουν κατασκευαστεί και που προκαλείται από ενδεχόμενα… …   Dictionary of Greek

  • ἀσφαλείας — ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem acc pl ἀσφαλείᾱς , ἀσφάλεια security against stumbling fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφάλει' — ἀσφάλεια , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc sg ἀσφάλειαι , ἀσφάλεια security against stumbling fem nom/voc pl ἀσφάλεια , ἀσφάλειος Securer neut nom/voc/acc pl ἀσφάλειε , ἀσφάλειος Securer masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλείαι — ἀσφαλείᾱͅ , ἀσφάλεια security against stumbling fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσφαλειῶν — ἀσφάλεια security against stumbling fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”